μανῶ

μανῶ
μαίνομαι
rage
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)
μᾱνῶ , μανός
loose
masc/neut gen sg (doric aeolic)
μανόω
make porous
pres subj act 1st sg
μανόω
make porous
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μανώ — μανῶ, όω (Α) [μανός] κάνω κάτι πορώδες ή αραιό, χαλαρώνω, αραιώνω, μαλακώνω …   Dictionary of Greek

  • -μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… …   Dictionary of Greek

  • μανῷ — μᾱνῷ , μανός loose masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακομανώ — κακομανῶ, έω (Α) μαίνομαι υπερβολικά, είμαι υπερβολικά εμμανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. ξενο μανώ, χρυσο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • λακωνομανώ — λακωνομανῶ, έω (Α) κωμ. τρέφω υπερβολική αγάπη προς τους Λακεδαιμονίους και την επιδεικυύω, πάσχω από λακωνομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λάκων + μανῶ (< μανής < θ. μαν , πρβλ. αόρ. ἐ μάν ην < τού μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ, οχλο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • σαρκομανώ — έω, ΜΑ μαίνομαι από σαρκική επιθυμία ή διαπράττω σαρκική ακολασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. ερωτο μανώ, ιππο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • αγριομανώ — (I) ( έω) (για φυτά) βγάζω άφθονους βλαστούς και φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγρία + παραγωγ. κατάλ. – μανώ. ΠΑΡ. αγριομανητό]. (II) ( έω) (για τον άνεμο) προξενώ μεγάλη ταραχή, πνέω ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άγριος + παραγωγική κατάληξη –… …   Dictionary of Greek

  • θρασομανώ — άω 1. φουντώνω, θεριεύω 2. εμφανίζομαι με ζωηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θράσος + μανώ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • καθυλομανώ — καθυλομανῶ, έω (Α) (επιτατ. τού υλομανῶ) (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά σε κλαδιά και φύλλωμα, φουντώνω, αγριεύω («ὡς τὰ δένδρα καθυλομανεῑ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑλο μανῶ («είμαι σκεπασμένος με πυκνό δάσος» (< ὕλη + μανῶ <… …   Dictionary of Greek

  • ολομανώ — ὁλομανῶ, έω (Α) λυσσομανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. κακο μανώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”